- αμιμητόβιος
- ἀμιμητόβιος, -ον (Α)αυτός, τού οποίου τον βίο δεν μπορεί κανείς να μιμηθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμίμητος + βίος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμίμητος — η, ο (Α ἀμίμητος, ον) 1. αυτός, τον οποίο δεν μιμήθηκε ή δεν μπορεί να μιμηθεί κανείς 2. ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος, άφθαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μιμητός < μιμοῦμαι. ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμιμητόβιος] … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
ἀμιμητοβίων — ἀμιμητόβιοι the Inimitables masc gen pl ἀμῑμητοβίων , ἀμιμητόβιος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)